- έρουκα
- ηβοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών σταυρανθών με κυριότερο είδος την ήμερη και την άγρια ρόκα, το αζούματο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρόκα — I Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση … Dictionary of Greek
ρόκα — η (λ. ιταλ.) 1. το φυτό ερούκα η ήμερη, το αζούματο. 2. η ηλακάτη, εργαλείο με το οποίο παλιότερα έγνεθαν το μαλλί: Θυμόταν τη γιαγιά του στο χωριό που με τη ρόκα της όλο έγνεθε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)